Οι Έλληνες του εξωτερικού ζητούν αξιοκρατία για να επιστρέψουν
«Θα επέστρεφα στην Ελλάδα αν…», είναι το ερώτημα που τίθεται στην online έρευνα της πρωτοβουλίας Brain Gain και οι 2.347 συμμετέχοντες συμπληρώνουν στο κενό πεδίο: «Μπορούσα να εργαστώ σε αντίστοιχο επάγγελμα χωρίς διαφθορά», «Με αντιμετώπιζαν με σεβασμό και αξιοκρατία», «Το κράτος στήριζε ένα νέο μου ξεκίνημα», «Ηξερα ότι θα αναγνωρίζονταν οι κόποι που έχω καταβάλει στην εκπαίδευσή μου», «Εβγαινε από το μνημόνιο και υπήρχε μια σταθερά ανοδική πορεία, ώστε να αισθάνομαι ασφάλεια και να κάνω σχέδια για το μέλλον», «Εβρισκα μια δουλειά που να με ικανοποιεί, να ζω αξιοπρεπώς και να συμμετέχω σε μια ομάδα με δημιουργικούς συναδέλφους, που έχουν στόχο». Αυτές είναι μερικές μόνο από τις πολλές διαφορετικές απαντήσεις – προϋποθέσεις που θέτουν οι Ελληνες που εγκατέλειψαν τη χώρα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης για να επιστρέψουν. Το Brain Gain είναι η πρωτοβουλία Ελλήνων που έχει στόχο να καλλιεργήσει τις συνθήκες που θα κάνουν τη γενιά του brain drain να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Το τρίτο κύμα μεταναστών
Η Ελλάδα βρίσκεται εν μέσω του τρίτου μαζικού μεταναστευτικού κύματος (όπως αυτό παρουσιάστηκε σε ρεπορτάζ της «Κ» στις 2/7/16), με πάνω από μισό εκατομμύριο Ελληνες να έχουν ήδη εγκαταλείψει τη χώρα. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα χρόνια της κρίσης 2008-2013, 427.000 μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδος έφυγαν από τη χώρα. Το 2014 ο συνολικός αριθμός των εξερχομένων μεταναστών εκτιμάται σε 106.800 άτομα. Η γενιά των 25-35 ετών είναι αυτή που επηρεάστηκε περισσότερο από την κρίση, σύμφωνα με το 43ο οικονομικό δελτίο της ΤτΕ και είναι ευρέως γνωστή ως «generation E» από την αγγλική λέξη expats ή «generation G» (young, talented and Greek) ή «generation We». Η «Κ» συνομίλησε με εκπροσώπους αυτής της γενιάς προκειμένου να καταγράψει την τάση που επικρατεί, δηλαδή αν αυτοί που έφυγαν προτίθενται κάποια στιγμή να γυρίσουν πίσω και υπό ποιες προϋποθέσεις.
Ο Μιχάλης Μούτσελος, εργάζεται ως κοινωνικός ερευνητής στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ στο Γκέτινγκεν της Γερμανίας και ως ένας από τους βασικούς συντελεστές της εν λόγω έρευνας, διέκρινε την τάση επιστροφής μόνον αν βελτιωθούν οι εργασιακές συνθήκες στην Ελλάδα.
Για τον Νίκο Θεοδωράκη, που έφυγε το 2009 και σήμερα εργάζεται ως αναπληρωτής καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η θεμελίωση της αξιοκρατίας ως βασικός πυλώνας λειτουργίας της κοινωνίας και του κράτους, είναι η βασικότερη προϋπόθεση επιστροφής του. «Το κλίμα που εισπράττω στο εξωτερικό είναι αγάπης για τη χώρα, ανησυχίας όμως για το πού οδεύουμε. Στις περισσότερες παρέες τόσο στην Αγγλία όσο και στο Βέλγιο, ακούς ότι η χώρα δεν έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση για έξοδο από την κρίση, που με τη σειρά της θα σηματοδοτήσει την επιστροφή πολλών στην Ελλάδα». «Κανένας δεν είναι κατά του να φύγεις, να συλλέξεις εμπειρίες, να ζήσεις στον κόσμο όλο. Το διακύβευμα είναι το μακροπρόθεσμο, το κατά πόσον θέλουμε να ζήσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας στην πατρίδα» επισημαίνει ο Φωκίων Σίνης που εργάζεται ως στέλεχος φαρμακοβιομηχανίας στο Ντουμπάι.
Ο Κωνσταντίνος Κυρανάκης, ως πρόεδρος της Νεολαίας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, μοιράζει τη ζωή του μεταξύ Βρυξελλών και Αθήνας και εκτιμά ότι οι Ελληνες θα αρχίσουν να σκέφτονται την επιστροφή τους μόνο αν διακρίνουν την κατάλληλη ευκαιρία. «Η Ελλάδα χρειάζεται μια οικονομία ανοιχτή που δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους – κυρίως στους ανθρώπους χωρίς κομματικούς φίλους και κολλητούς».
Η Πόπη Καλαϊτζή, υποψήφια διδάκτωρ Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, πιστεύει ότι όταν κάποιος κοπιάζει περισσότερο πρέπει και να αμείβεται και περισσότερο και αυτό δεν συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα, γι’ αυτό οι ποιοτικές θέσεις εργασίας αποτελούν βασική προϋπόθεση επιστροφής, όπως υποστηρίζει. «Το στοίχημα της γενιάς μας δεν είναι μόνο η συνεισφορά στην οικονομική ανάκαμψη της πατρίδας αλλά και να «μπολιάσουμε» νέα νοοτροπία στην κοινωνία, ώστε να εγκαταλειφθούν σιγά σιγά οι παθογένειες που μας έφεραν εδώ».
Το ρεύμα μπορεί να αντιστραφεί
«Με εντυπωσιάζει το ότι αυτοί οι νέοι Ελληνες που η κρίση τους κυνήγησε έξω από τη χώρα τους, αντί να θυμώνουν, παθιάζονται με την Ελλάδα» λέει στην «Κ» ο κ. Μαργαρίτης Σχοινάς, εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και από τους θερμότερους υποστηρικτές του Brain Gain. «Με συναρπάζει το ότι συνδέουν την επιθυμία επιστροφής στην πατρίδα με την ανατροπή όλων των στρεβλώσεων και παθογενειών που τους έδιωξαν, όχι με έναν απλό συναισθηματικό νόστο», προσθέτει σκιαγραφώντας το προφίλ των Ελλήνων που συναντά στα ταξίδια του ανά την Ευρώπη. «Θαυμάζω την αισιοδοξία τους, την προσήλωσή τους σε συγκεκριμένες προτάσεις, την απέχθειά τους στη γενικολογία, τον βερμπαλισμό και την πατριδολαγνεία».
Ο κ. Σχοινάς υποστηρίζει ότι «όσο δυναμώνει το κίνημα του Brain Gain, τόσο περισσότερο βαραίνουν και οι ευθύνες όλων όσοι έχουν λόγο για το μέλλον της Ελλάδας να σμιλέψουν τις συνθήκες επιστροφής αυτής της χρυσής γενιάς. Μια συνεκτική κοινωνία αλληλεγγύης, χωρίς γενιές να αγοράζουν ευημερία συσσωρεύοντας χρέη εις βάρος των παιδιών και των εγγονών τους. Η Ε.Ε. πρωταγωνιστεί σε όλα αυτά τα εργοτάξια αλλαγών μέσα από τα οποία θα γεννηθεί η νέα Ελλάδα. Τα παιδιά του Brain drain συμβολίζουν αυτή την ελπίδα. Να την κρατήσουμε ζωντανή». Στην έρευνα, οι περιορισμένες προοπτικές εξέλιξης και η αναξιοκρατία έρχονται πρώτες ως απαντήσεις στην ερώτηση «γιατί έφυγες». Αυτό συμβαδίζει απόλυτα με την παγκόσμια θεώρηση των Millennials γύρω από τα εργασιακά, όπου η εξέλιξη είναι πιο σημαντική από τον μισθό στην αγορά εργασίας.
Οι ασθένειες του ΕΣΥ
Ο Απόστολος Τσιμπλούλης, γιατρός στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Georgetown των ΗΠΑ, συνομιλώντας με πολλούς συναδέλφους του διαπιστώνει ότι τα φαινόμενα νεποτισμού, αναξιοκρατίας και διαφθοράς απογοητεύουν τους νέους επιστήμονες και στην Ελλάδα υπάρχουν καθημερινά παραδείγματα που τα επιβεβαιώνουν. «Το να έρθει κανείς στο εξωτερικό δεν είναι μια εύκολη απόφαση και απαιτεί πολλές θυσίες. Γνωρίζω πολλούς συναδέλφους που, όπως και εγώ, θα ήταν διατεθειμένοι να επιστρέψουν στην Ελλάδα, εάν μπορούσαν να εξασφαλιστούν οι απαραίτητες συνθήκες εργασίας. Το σύστημα υγείας όπως έχει οργανωθεί, στηριγμένο σε μία στείρα γραφειοκρατία, χαρακτηρίζεται από στασιμότητα και κάθε πρωτοβουλία αλλαγής φαντάζει αδύνατη. Μόνο με τη συνειδητοποίηση του προβλήματος και με διάθεση αλλαγής νοοτροπίας θα μπορούσε το ρεύμα να αντιστραφεί και να δημιουργηθούν οι συνθήκες ώστε να επιστρέψουμε στην Ελλάδα και να θέσουμε τις γνώσεις και την εμπειρία μας στην υπηρεσία της ελληνικής κοινωνίας».
Τη σκέψη του κ. Τσιμπλούλη συμπληρώνει η ασκούμενη δικηγόρος στο Λονδίνο Μάρθα Πετροχείλου, η οποία πιστεύει ότι το «βύσμα» κυριαρχεί στον εργασιακό χώρο, καθιστώντας δύσκολη την εργασία σε καλές θέσεις χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου γνωστού. «Η ιδέα αυτή είναι ξένη στο εξωτερικό. Κάνεις μία αίτηση, ζητείς συστατικές επιστολές από ανθρώπους που γνωρίζουν τη δουλειά σου και προχωρείς. Αφοσιώνεσαι στην αίτησή σου, στη διαδικασία της συνέντευξης, και όταν τελικά πάρεις τη δουλειά, έχεις απίστευτο κίνητρο να την κρατήσεις». Ο Γιώργος Χαλούλος εργάζεται στη Ζυρίχη ως σύμβουλος επιχειρήσεων για την ΙΒΜ και διαπιστώνει ότι η Ελβετία εμφανίζεται τελευταία ολοένα και περισσότερο ως προορισμός Ελλήνων της γενιάς του Brain drain. «Οι περισσότεροι όμως θέλουμε να γυρίσουμε. Αργά ή γρήγορα. Να μετατρέψουμε τις καθημερινές μας εμπειρίες στη Ζυρίχη σε ιδέες και προτάσεις, ώστε να ανοίξουν δίοδοι επιστροφής».
Υπογεννητικότητα
Οι εκτιμήσεις της ΤτΕ στο 43ο οικονομικό δελτίο για το κόστος από τη μαζική έξοδο του ανθρώπινου δυναμικού σημειώνουν ότι σε μια χώρα με αρνητικούς δημογραφικούς ρυθμούς που αφορούν νέους άνδρες και νέες γυναίκες θα έχει ως συνέπεια όχι μόνο τον υποτονικό ρυθμό γεννητικότητας, αλλά και τη μεγαλύτερη επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων, αφού η χώρα θα στερηθεί μόνιμα ένα σημαντικό τμήμα απασχολήσιμων ατόμων.
Ενας άλλος παράγοντας που προσμετρείται στο κόστος του Brain drain είναι η υψηλή συνολική εθνική δαπάνη για εκπαίδευση. Tόσο η έξοδος επιστημονικού δυναμικού που έλαβε εξειδίκευση στη χώρα όσο και η παραμονή του μετά το πέρας των σπουδών στο εξωτερικό συνιστούν σημαντική οικονομική απώλεια για τη χώρα. Ενα πρόβλημα που παρατηρείται στις επιχειρήσεις είναι ότι υπάρχει υποστελέχωση λόγω έλλειψης διαθέσιμου ειδικευμένου προσωπικού.
Ενα ανησυχητικό, επίσης, στοιχείο είναι το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των νέων ηλικίας 15 – 24 ετών που βρίσκεται εκτός εκπαίδευσης, εργασίας και κατάρτισης. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 25% του συνολικού πληθυσμού της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας για το 2015 και είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ε.Ε.
Τεράστιο το κόστος για τη χώρα
Περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες στην έρευνα δηλώνουν ότι θα δέχονταν μείωση του μισθού μέχρι και 25% ή και περισσότερο. «Οι μισθοί πρέπει να υπολογίζονται σε σχέση με το κόστος ζωής σε κάθε πόλη», εξηγεί στην «Κ» ο διευθυντής της Endeavour Χάρης Μακρυνιώτης και συμπληρώνει «με μείωση της τάξης του 25% σ’ έναν μισθό 3.000 – 4.000 ευρώ αυτός παραμένει πολύ ανταγωνιστικός μισθός για την Ελλάδα, επομένως είναι λογικό να δέχονται αυτή τη μείωση».
Ενας καλός μισθός, η προοπτική επαγγελματικής εξέλιξης αλλά και η ίδρυση μιας επιχείρησης είναι από τις βασικές αφορμές κάποιος να επιστρέψει στην Ελλάδα, υποστηρίζει ο κ. Μακρυνιώτης λέγοντας ότι «οι άνθρωποι που έχουν φύγει είναι μορφωμένοι, επιδιώκουν την εξέλιξη και αναζητούν την πρόκληση άρα είναι λογικό να διεκδικούν καλούς μισθούς. Είναι πολύ θετική η κινητικότητα που υπάρχει. Οι άνθρωποι που σήμερα φεύγουν από τη χώρα, μπορούν να φέρουν πίσω τεχνογνωσία και καινοτόμες ιδέες που θα βοηθήσουν στην εξέλιξη της εγχώριας αγοράς». Βέβαια, ο κ. Μακρυνιώτης επισημαίνει ότι υπάρχουν σημαντικά εμπόδια για να υλοποιηθεί αυτή η επιστροφή καθώς η έλλειψη προοπτικής για την ανάπτυξη και αντιστροφής του αρνητικού κλίματος δεν ενθαρρύνει κανέναν. «Αν δημιουργήσουν οικογένεια στο εξωτερικό τότε δύσκολα επιστρέφουν πίσω στην Ελλάδα», καταλήγει.
Από την άλλη, πιο αισιόδοξος ο Ορέστης Ομράν, που εργάζεται ως δικηγόρος στις Βρυξέλλες, θεωρεί ότι αργά αλλά σταθερά αναστρέφεται το ρεύμα φυγής ή παραμονής στο εξωτερικό. «Αυτό συμβαίνει λόγω της “δημιουργικής αντίδρασης”, η οποία συνίσταται στην κινητοποίηση των ανθρώπων και την ολοένα και μεγαλύτερη ανάμειξή τους στην αξιοποίηση των επαγγελματικών και επιχειρηματικών ευκαιριών που έχουν δημιουργηθεί στη χώρα». Παρατηρώντας κάποιος την εξελικτική πορεία του ποσοστού ανεργίας και του ρυθμού μείωσης του ΑΕΠ (ποσοστού ύφεσης) με την πορεία της εξερχόμενης μεταναστευτικής ροής κατά τα χρόνια της κρίσης όπως την παρουσίασε η ΕΛΣΤΑΤ, βλέπει ότι η ελληνική οικονομία και κοινωνία «επένδυσαν» στη φυγή ως αντίδραση στην εκτίναξη του ποσοστού ανεργίας και στην ταχεία βύθισή τους στην ύφεση και στη φτώχεια. Μια σταθερή εξερχόμενη ροή σχεδόν 38.000 ατόμων στα έτη 2008 και 2009 υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε δύο μόλις χρόνια (2010 – 2011), για να ξεπεράσει το 2013 τα 104.000 άτομα και σχεδόν τα 427.000 σωρευτικά για όλη την περίοδο.
Μια δεύτερη παρατήρηση είναι ότι η μετανάστευση, όπως και η ανεργία, ως κοινωνικά φαινόμενα χαρακτηρίζονται στην εμφάνισή τους τόσο από χρονική υστέρηση (time lag) όσο και από εμμονή (persistence). Παρά την πιστοποιούμενη, με βάση τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ, είσοδο της χώρας στην ύφεση ήδη από το 2008, την κλιμάκωση της ύφεσης το 2009 και την αύξηση του ποσοστού ανεργίας κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2008, η εξερχόμενη ροή παρέμεινε αμετάβλητη. Με υστέρηση ενός και πλέον έτους υψηλής ανεργίας, η μεταναστευτική ροή άρχισε να αυξάνεται απότομα από το 2010 και για τα επόμενα έτη να επιμένει, παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωση της ύφεσης από το 2012.
«Φύγαμε γιατί έπρεπε να φύγουμε οι περισσότεροι, άλλοι το θέλαμε πιο πολύ, άλλοι πιο λίγο. Η αλήθεια είναι πως μεταναστεύσαμε γιατί δεν υπήρχε αξιοπρεπής εργασιακή λύση στην Ελλάδα», λέει στην «Κ» o Γιώργος Γιαλαμίδης που έφυγε από την Θεσσαλονίκη για το Βερολίνο, αποδεχόμενος επαγγελματική προσφορά σε γερμανική τράπεζα. «Στην Ελλάδα μάθαμε να προσπαθούμε και να μαχόμαστε για αξιοπρέπεια, διαφάνεια και κοινή λογική, με μόνο εργαλείο μας την ιδιωτική πρωτοβουλία και τον προσωπικό μας χρόνο· αυτό θα πρέπει να κάνουμε και από εδώ, κι αυτό κάνουμε».
Δημοσιονομικό κόστος
Η απώλεια ανθρώπινου δυναμικού συνεπάγεται και σημαντική δημοσιονομική απώλεια στην πλευρά των φορολογικών εσόδων, αφού κατά κανόνα οι εργαζόμενοι υψηλών προσόντων διεκδικούν και επιτυγχάνουν υψηλότερες μισθολογικές αμοιβές και καταβάλλουν υψηλότερους φόρους, αφού η φοροδοτική τους ικανότητα είναι μεγαλύτερη. Η χώρα χάνει 9,1 δισ. φορολογικά έσοδα, σύμφωνα με τις έρευνες της Endeavor Greece, της Τράπεζας της Ελλάδος και του McKinsey Global Institute που παρουσίασε το ρεπορτάζ της «Κ» στις 4/12/16. Η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Οικονομικού Πανεπιστημίου (ΑΣΟΕΕ) Κατερίνα Πραματάρη είναι υπεύθυνη του Κέντρου Καινοτομίας του πανεπιστημίου και έρχεται καθημερινά σε επαφή με νέους και νέες που φιλοδοξούν να δημιουργήσουν τη δική τους επιχείρηση. «Πιστεύω ότι υπάρχει αντιστροφή στο κλίμα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια», λέει στην «Κ» και τονίζει: «Προτού καταλήξουν στην επιλογή του εξωτερικού, αρκετοί δοκιμάζουν να δημιουργήσουν μια καινοτόμα επιχείρηση ή να συμμετέχουν σε μια ερευνητική ομάδα. Παρ’ όλα αυτά, στο πίσω μέρος του μυαλού η ιδέα του εξωτερικού παραμένει».